θριαμβευτικές

θριαμβευτικές
η , ό[ν] триумфальный; победный; торжественный; торжествующий;

θριαμβευτικέςή πορεία — триумфальное шествие;

θριαμβευτικέςό υφός — а) победный вид; — б) торжествующий тон;

θριαμβευτικέςή είσοδος — торжественный въезд


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "θριαμβευτικές" в других словарях:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αψίδα — Κάθε καμπύλο ή τοξοειδές κατασκεύασμα από πέτρες ή τούβλα. Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, α. λέγεται η κόγχη των ναών. Η λέξη α. είχε στην αρχαία ελληνική άλλη σημασία και χαρακτήριζε κυρίως το δίχτυ, αλλά και τον βρόχο και τη θηλιά. Η λέξη… …   Dictionary of Greek

  • δεκάζυγο — το άρμα με δέκα άλογα που το χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι σε αγώνες και θριαμβευτικές παρελάσεις …   Dictionary of Greek

  • θριαμβευτικός — ή, ό (ΑΜ θριαμβευτικός ή, όν) [θριαμβευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θριαμβευτή («θριαμβευτικές τιμές») 2. αυτός που έχει τη μορφή ή τον τρόπο θριάμβου «θριαμβευτικό ύφος»). επίρρ... θριαμβευτικώς, ά με θριαμβευτικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • θριαμβεύω — (ΑΜ θριαμβεύω) [θρίαμβος] νεοελλ. μσν. 1. αναδεικνύομαι νικητής, επιτυγχάνω περιφανή νίκη 2. σημειώνω μεγάλη επιτυχία («θριάμβευσε στις γενικές εκλογές») |[μσν. θριαμβολογώ μσν. αρχ. 1. αποκαλύπτω, φανερώνω θριαμβευτικά 2. αποκαλύπτω τη δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • καμπάνια — I Μακεδονικό βαθύπεδο στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των πόλεων της Βέροιας, της Νάουσας και της Έδεσσας, γνωστό και με την ονομασία πεδιάδα της Θεσσαλονίκης. Έχει μήκος 70 χλμ. και πλάτος 55 χλμ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσχωσιγενή… …   Dictionary of Greek

  • καμπανιά — I Μακεδονικό βαθύπεδο στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των πόλεων της Βέροιας, της Νάουσας και της Έδεσσας, γνωστό και με την ονομασία πεδιάδα της Θεσσαλονίκης. Έχει μήκος 70 χλμ. και πλάτος 55 χλμ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσχωσιγενή… …   Dictionary of Greek

  • φιλανθρώπινος — Επώνυμο οικογένειας του Βυζαντίου. 1. Αλέξιος. Αρχιναύαρχος του βυζαντινού στόλου, στα χρόνια των αυτοκρατόρων Θεοδώρου B’ Λάσκαρι και Μιχαήλ Παλαιολόγου, τον οποίο βοήθησε στην κατάληψη του θρόνου (1259). Τιμήθηκε για τη βοήθειά του αυτή με τον… …   Dictionary of Greek

  • Βιετάμπ, Ανρί — (Henri Vieuxtemps, Βερβιέ, Λιέγη 1820 – Μουσταφά, Αλγέρι 1881). Βέλγος συνθέτης και βιολονίστας. Ταλέντο με πρόωρη καλλιτεχνική ανάπτυξη (έπαιζε βιολί στα έξι του χρόνια), το 1828 είχε κιόλας επιβληθεί ως άριστος δεξιοτέχνης. Σε ηλικία 26 ετών,… …   Dictionary of Greek

  • Μοΐσι, Αλεξάντερ — (Alexander Moissi, Τεργέστη 1880 – Λουγκάνο 1935). Αυστριακός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ύστερα από μια σύντομη σταδιοδρομία σε διάφορα θέατρα, το 1904 άρχισε να εργάζεται στο Νέο Θέατρο του Βερολίνου, εγκαινιάζοντας μια… …   Dictionary of Greek

  • Νιζίνσκι, Βασλάβ — (Vaslav Fomic Nizinsky,Κίεβο 1890 – Λονδίνο 1950). Ρώσος χορευτής και χορογράφος. Πήρε το δίπλωμά του στην Αγία Πετρούπολη το 1908 και αμέσως τον κάλεσαν να γίνει μέλος των ρωσικών μπαλέτων του Ντιαγκίλεφ, όπου ο χορός του προκάλεσε στο κοινό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»